бестолковость - ορισμός. Τι είναι το бестолковость
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι бестолковость - ορισμός


бестолковость      
ж.
Отвлеч. сущ. по знач. прил.: бестолковый.
бестолковость      
БЕСТОЛК'ОВОСТЬ, бестолковости, мн. нет, ·жен. ·отвлеч. сущ. к бестолковый
. Обнаруживать бестолковость.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бестолковость
1. Хотя и сетуют на мнимую "бестолковость" законодательства.
2. Бестолковость сценария придает фильму сюрреалистическое обаяние.
3. Генерал встрепенулся: должно быть, бестолковость маршала удивила его.
4. Недостатком элементарных бытовых вещей объясняется финансовая бестолковость наших граждан.
5. "Бестолковость во всех ее проявлениях" раздражает 4 процента россиян.
Τι είναι бестолковость - ορισμός